tromaktiko: Ο θρυλικός ποδοσφαιριστής της Βραζιλίας που ήταν ισάξιος του Πελέ

Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Ο θρυλικός ποδοσφαιριστής της Βραζιλίας που ήταν ισάξιος του Πελέ



Αλκοολικός, χωρίς ποδοσφαιρική παιδεία, είχε 14 παιδιά από 8 γάμους. Δείτε το βίντεο με τον «βασιλιά της ντρίμπλας»...
Γεννήθηκε με πρόβλημα στη σπονδυλική στήλη, το ένα του πόδι ήταν πιο κοντό από το άλλο και νόσησε από πολυομελίτιδα. Χωρίς ποδοσφαιρική κατάρτιση, κατέκτησε τα γήπεδα των Μουντιάλ του 1958 και 1962 και ¨τρέλανε» τους αντιπάλους του με τις απίστευτες ντρίπλες του. Ο «βασιλιάς της ντρίμπλας», η «χαρά του λαού», » ο άγγελος με τα στραβά πόδια» έπαιξε με τα χρώματα της «Σελεσάο» 50 φορές και σημείωσε 12 γκολ. Η Βραζιλία του Γκαρίντσα και του Πελέ κατέκτησε δύο Παγκόσμια Κύπελλα και έχασε μόλις μία φορά. Το αστέρι της Βραζιλίας, όμως πέθανε όπως γεννήθηκε. Μόνος και πάμφτωχος.

Το φτωχό παιδί από τη Βραζιλία
Ο Μανουέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1933 στην Πάου Γκράντε, που είχαν ιδρύσει οι Βρετανοί, μια πόλη περίπου 70 χιλιόμετρα μακριά από το Ρίο, Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός, όπως και η μητέρα του. Ο Μανούελ, γεννήθηκε με μία δυσπλασία στη σπονδυλική του στήλη, που είχε σχήμα κεφαλαίου «S». Εξαιτίας αυτού, το ένα του πόδι ήταν 6 εκατοστά πιο κοντό από το άλλο, ενώ και τα δύο του πόδια είχαν κλίση προς τα μέσα. Στην παιδική του ηλικία, «κόλλησε» πολυομελίτιδα, με αποτέλεσμα η αδύνατη φιγούρα του να γίνει ακόμη πιο ασθενική. Εκείνη την εποχή, ένα από τα πολλά αδέρφια του, τού έδωσε το παρατσούκλι, με το οποίο έμεινε γνωστός για το υπόλοιπο  της ζωής του. «Garrincha», δηλαδή τρυποφράκτης, ένα μικρό και γρήγορο, αλλά αδέξιο πτηνό. Από τα 14 του δούλευε στο εργοστάσιο της περιοχής. Ήταν ήδη μανιώδης καπνιστής και επιρρεπής στο αλκοόλ. Η πόλη που έμενε, ούτως ή άλλως ήταν πολύ μικρή και ο ίδιος είχε ελάχιστες πιθανότητες να «ρίξει» μια κοπέλα με την εμφάνισή του. Το γεγονός ότι η κτηνοβασία με κατσίκα ήταν η πρώτη του σεξουαλική εμπειρία, συνθέτει την απερίγραπτη εικόνα της ζωής του. Το ποδόσφαιρο τον άφηνε αδιάφορο. Αρχικά έπαιζε μαζί με τους άλλους πιτσιρικάδες στις αλάνες και αυτό τον ευχαριστούσε τόσο όσο το ψάρεμα και οι άλλες ασχολίες που έκανε όταν είχε ελεύθερο χρόνο. Δεν μπορούσε να κατανοήσει τα δάκρυα των συμπατριωτών του, όταν η Βραζιλία έχασε το Παγκόσμιο Κύπελλο από την Ουρουγουάη το 1950 μέσα στο «Μαρακανά». Όταν κατάλαβε όμως ότι η μπάλα, μπορούσε να του λύσει τα οικονομικά προβλήματα, αποφάσισε να κυνηγήσει μια καριέρα ποδοσφαιριστή.

Απόρριψη επειδή δεν είχε παπούτσια

Ο Γκαρίντσα πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια και ταλαιπωρήθηκε από τις επεμβάσεις που έκανε, για να μπορέσει να περπατάει, αλλά και να τρέχει. Έφηβος πλέον, ταξίδεψε στο Ρίο και πέρασε από πολλές ομάδες για ένα δοκιμαστικό. Ο σύλλογος της Βάσκο ντα Γκάμα τον απέρριψε γιατί ήταν ξυπόλυτος. Πέρασε από τη Φλουμινένσε, αλλά έφυγε προτού προλάβει να δείξει το ταλέντο του, καθώς έπρεπε να προλάβει το τελευταίο μεταφορικό μέσο για να επιστρέψει στην Πάου Γκράντε. Στάθηκε τυχερός λίγο αργότερα, στα 19 του, όταν υπέγραψε συμβόλαιο με την Μποταφόγκο. Οι τεχνικοί είδαν κάτι στον νεαρό και τον κράτησαν. Εκείνος δεν τους απογοήτευσε. Έμεινε στην αγαπημένη του ομάδα δώδεκα χρόνια και στις 600 περίπου συμμετοχές του βρήκε τα δίχτυα 252 φορές.
«Τα τρία καλύτερα λεπτά του ποδοσφαίρου»

Στις ιατρικές εξετάσεις για τη συμμετοχή του στις ομάδες, συνήθως «κοβόταν». Δεν είχε προπονηθεί ποτέ «σωστά». Δεν είχε μάνατζερ και αδιαφορούσε τι έλεγαν τα συμβόλαιά του. Στο χορτάρι, ο Γκαρίντσα ήταν απρόβλεπτος, ατομιστής και χωρίς πειθαρχία. Ήταν όμως και εξαιρετικά ευφυής. Τα στραβά του πόδια ήταν και το δυνατότερο όπλο του. Κοντός και λιγνός, μπορούσε με μία μοναδική ταχύτητα να ξεφύγει από τους αντιπάλους του, χωρίς να χάσει την μπάλα από τα πόδια του. Ένας σωστός ¨αλήτης» που κορόιδευε στα «μούτρα» όποιον προσπαθούσε να τον σταματήσει. «Ήταν ο καλύτερος ερασιτέχνης παίχτης που παρήγαγε ποτέ το επαγγελματικό ποδόσφαιρο», είχε αναφέρει για τον ίδιο ο Ράι Κάστρο, συγγραφέας του βιβλίου για τον Γκαρίντσα. Το 1957, μετά από τις καλές εμφανίσεις του Γκαρίντσα, κλήθηκε στην εθνική ομάδα της χώρας του. Λίγε μέρες πριν την έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958 στη Σουηδία, η «σελεσάο» ταξίδεψε στην Ιταλία και έδωσε ένα φιλικό αγώνα με τη Φιορεντίνα, που εκείνη την εποχή «σάρωνε» στα γήπεδα του ιταλικού πρωταθλήματος. Με σκορ 3-0 για τους βραζιλιάνους και ένα τέταρτο πριν τη λήξη του παιχνιδιού, οι θεατές ήρθαν αντιμέτωποι με τo ταλέντο του Γκαρίντσα. Το δεξί εξτρέμ της Βραζιλίας, ο «άγγελος με τα στραβά πόδια», προσπέρασε τρεις αμυντικούς και τον τερματοφύλακα με τρομερή ευκολία. Έφτασε στην κενή εστία, περιμένοντας ένα από τους αμυντικούς να επιστρέψει. Όταν ήρθε καταπάνω του, με μία τέλεια προσποίηση, τον έριξε κάτω, περπάτησε μέσα στο τέρμα και στη συνέχεια, με απόλυτη ψυχραιμία πήρα την μπάλα στα χέρια του και την «έστησε» στη σέντρα.



Στο Παγκόσμιο Κύππελο του 1958, ο Γκαρίντσα έμεινε στον πάγκο στα δύο πρώτα παιχνίδια. Ο 23χρονος έπαιξε πλάι στον ανήλικο ακόμη Πελέ, στον αγώνα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Τα πρώτα 180 δεύτερα του ματς έμειναν στην ιστορία και ως τα τρία καλύτερα λεπτά του ποδοσφαίρου». Ο Γκαρίντσα ξέφυγε από τρεις αντιπάλους και σούταρε στο κάθετο δοκάρι. Αμέσως μετά, πάσαρε στον Πελέ,  η βολίδα του οποίου σταμάτησε στο οριζόντιο δοκάρι! Ο τρομερός Γιασίν, σταμάτησε το σκορ στο 2-0 υπέρ της Βραζιλίας. Προηγουμένως είχε καταφέρει να μπλοκάρει πάνω από 30 τελικές προσπάθειες των Βραζιλιάνων. Η Βραζιλία πανηγύρισε το πρώτο της παγκόσμιο Τρόπαιο. Η τρομερή ομάδα του 1958, ξεπέρασε το εμπόδιο της Ουαλίας και της Γαλλίας και κέρδισε στον τελικό τη διοργανώτρια χώρα με σκορ 5-2.

Η «χαρά του λαού»

Ένα χρόνο αργότερα έχασε τη θέση του βασικού από την Εθνική Ομάδα εξαιτίας του εθισμού του στο αλκοόλ. Ο Γκαρίνστα που είχε πάρει παραπανίσια κιλά, δεν τα παράτησε. Αν και συνέχισε να πίνει και να κάνει «άσωτη» ζωή, το 1962 ήταν η χρονιά του. Με τον Πελέ τραυματία, ο Γκαρίντσα ανέβηκε στην κορυφή του κόσμου και οδήγησε τη «σελεσάο» στο δεύτερο σερί τρόπαιο της ιστορίας της. Με τις αξέχαστες ντρίμπλες του, απέφευγε τους αντιπάλους. Με τις πάσες- «διαβήτη» μοίραζε ασίστ και με το τρομερό του σουτ σκόραρε με ευκολία. Στο Μουντιάλ της Χιλής του 1962, αναμενόμενα ψηφίστηκε ο πολυτιμότερος παίχτης της διοργάνωσης. Με το ταλέντο του τρέλαινε τους ποδοσφαιριστές και με την παιδική του αφέλεια κέρδιζε τον κόσμο. Ο Γκαρίντσα, ο «βασιλιάς της ντρίμπλας» ήταν για τους θεατές η «χαρά του λαού».

Ο βραζιλιάνος επιθετικός μέσος, συμμετείχε και στο επόμενο Μουντιάλ την Αγγλία το 1966, που ήταν και το τελευταίο του. Με τη φανέλα της εθνικής Βραζιλίας, αγωνίστηκε 50 φορές και σκόραρε 12 γκολ. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στα 49 παιχνίδια που συμμετείχε, η ομάδα του δεν έχασε ποτέ. «Λύγισε» απέναντι στην ομάδα φόβητρο του Πούσκας και των Μαγυάρων. Μετά την ήττα και από την Πορτογαλία, η Βραζιλία  αποκλείστηκε από την επόμενη φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Το τέλος της καριέρας του

Μετά το Κύπελλο του 1962, άρχισε και η σταδιακή αποκαθήλωση του μεγάλου βραζιλιάνου παίχτη. Οι διάφοροι τραυματισμοί είχαν καταπονήσει αρκετά τα γόνατά του, ενώ το χρόνιο πρόβλημα αλκοολισμού, δυσχέραινε ακόμη περισσότερο την κατάσταση του. Με την Μποταφόγκο κέρδισε δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα το 1961 και το 1962. Έμεινε στην ομάδα μέχρι το 1965. Συνέχισε την ποδοσφαιρική του καριέρα σε Κορίνθιανς, Ατλέτικα Πορτουγκέζα, Ατλέτικο Τζούνιορ, Φλαμένγκο  και Ολαρία, όπου και σταμάτησε σε ηλικία 40 ετών. Δεν θύμιζε σε τίποτα ωστόσο, τον ποδοσφαιριστή, που τόσο λάτρεψαν οι βραζιλιάνοι και θεωρούσαν μάλιστα καλύτερο από τον Πελέ.
Αυτοκαταστροφική προσωπικότητα

Αν  και το ποδόσφαιρο ήταν η αγάπη του Γκαρίντσα, το ποτό και οι γυναίκες ήταν ο έρωτάς του. Από τα 14 δεν σταμάτησε να πίνει, ενώ οι ερωτικές του σχέσεις ήταν πάντα θυελλώδεις και κατέληγαν άσχημα. Παντρεύτηκε δύο φορές και έκανε 14 παιδιά από 8 διαφορετικές γυναίκες. Η δεύτερη σύζυγός του, Έλσα Σοάρες, ωστόσο, ήταν και η γυναίκα της ζωής του. Δεν ήταν όμως αρκετή, για να ξεκόψει από το αλκοόλ. Ο Γκαρίντσα συχνά έμπλεκε σε καβγάδες και κατηγορήθηκε ότι χτυπούσε τις συντρόφους του. Πάντα υπό την επήρεια μέθης. Μεθυσμένος ήταν και όταν είχε ένα τροχαίο, κατά τη διάρκεια του οποίου σκοτώθηκε η πεθερά του. Ως παλαίμαχος η κατάσταση του χειροτέρεψε απότομα. Ο Γκαρίντσα αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και ήταν αρρωστημένος μέθυσος. Τα κοντινά του πρόσωπα άρχισαν σιγά σιγά να τον εγκαταλείπουν. Από τον απόλυτο σταρ κατάντησε ένας παρίας. Στις εκδηλώσεις προς τιμήν του ποτέ δεν ήταν νηφάλιος.
 Στις 20 Ιανουαρίου 1983, ο Γκραρίντσα βρισκόταν ξεχασμένος  και πάμπτωχος στο νοσοκομείο με έναν ορό περασμένο στο χέρι του. Με το συκώτι διαλυμένο από το ποτό, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 49 χρόνων. Στην κηδεία του, τον συνόδευσαν εκατομμύρια βραζιλιάνοι. Το εθνικό στάδιο της Μπραζίλια φέρει το όνομά του και ο Γκαρίντσα ψηφίστηκε ως 8ος καλύτερος παίχτης όλων των εποχών. Ο Πελέ τον «ευχαρίστησε» με τον καλύτερο τρόπο: «Υπήρξε ένας εξαιρετικός παίχτης, ένας από του καλύτερους. Μπορούσε να κάνει πράγματα με την μπάλα που ήταν αδιανόητα για τους υπόλοιπους. Χωρίς τον Γκαρίντσα, δεν θα γινόμουν ποτέ τρεις φορές Παγκόσμιος Πρωταθλητής».
Πηγή








     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!