tromaktiko: Μικρό οδοιπορικό στους Φούρνους Κορσεών

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Μικρό οδοιπορικό στους Φούρνους Κορσεών



Εικόνες και κείμενο από την Ιόλη Βιγγοπούλου
Είχα διαβάσει για τους Φούρνους Κορσεών αλλά δεν φανταζόμουνα ότι...
θα κολυμπούσα δίπλα στο αρχαίο λατομείο, στο Πετροκοπιό, απ’ όπου κόπηκαν τα μάρμαρα για να χτιστούν ναοί και οικοδομήματα στην αντικρύ Μίλητο.
Σε ένα τοπίο συγκλονιστικό, με τα κομμένα μάρμαρα να περιμένουν ακόμα στην άκρη του γιαλού, να ‘ρθούν τα αρχαία κωπήλατα, να φορτωθούν, να φύγουν.
Υπολογίσαμε, περίπου 8.000km3, εξορύχθηκαν και μεταφέρθηκαν.... Κοιτάς από ψηλά τον χώρο και σωπαίνεις, μιλούν οι πέτρες.

Είχα διαβάσει για τους Φούρνους Κορσεών αλλά δεν φανταζόμουνα ότι:



Από τη Θύμαινα, πέντε-επτά παιδιά έφηβοι, επιβιβάζονται κάθε μέρα στο πλοιάριο και έρχονται στις σχολική τους τάξη, στους Φούρνους απέναντι και επιστρέφουν το μεσημέρι, παντός καιρού, στη Θύμαινα για να ονειρευτούν το μέλλον τους, το ίδιο, με τα βολεμένα σε άλλα αστικά κέντρα, παιδιά.



[φωτό από τους Φούρνους προς τη Θύμαινα]

Το ίδιο και από τη Χρυσομηλιά, στα βόρεια, οι έφηβοι, με το αυτοκίνητο του δήμου, διανύουν χάραμα και μεσημέρι, τα δεκαεπτά χιλιόμετρα, με τα πέλαγα να λυσσομανούν από τρεις πλευρές, να διανύσουν την απόσταση για το θρανίο, στους Φούρνους...



Έφηβοι, που τους είδαμε, αγκαλιασμένους να χορεύουν στην πλατεία αλλά και στον αυλόγυρο στο πανηγύρι, παιδιά γενναία, αγαπημένα, δεμένα, αισιόδοξα, δυνατά... όμορφο μέλλον ...ξέρεις ..όταν δεν έχεις πολλές επιλογές, γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος...



γιατί...δεν γκρινιάζεις... αυτό, είναι αυτό, και αρκεί πάντα...ναι, πάντα αρκεί το ολίγον για να είσαι καλά και να το μεταδίδεις, και να χαμογελάς, με το φως, το νερό και τους ανθρώπους γύρω σου.

Είχα διαβάσει για τους Φούρνους Κορσεών αλλά δεν φανταζόμουνα ότι:



Πλακάκι, Ανθρωποφάς Μέγας και Μικρός (=ανθρωποφάγος !!), Λεμονόπετρες, Μακρονήσι, Αλατσονήσι, Πετροκάραβο, Κυσηρία, Θυμαινάκι, Άγιος Μηνάς, Δασκαλιό, Στρογγυλό, Κουρνιαχτή, Διαπόρι, Πρασονησάκι οι βραχονησίδες... τόποι πειρατών και κούρσου.

Ένας γύρος από πετρονήσια, σαν συντροφιά, σαν προφύλαξη αλλά και σαν χορός γύρω από τη κεντρική μάζα που υψώνει βραχόβουνα έως πεντακόσια μέτρα.

Ένας χορός από νησίδια που σε παρασέρνει όπως ο χορός στον αυλόγυρο του Αη-Γιάννη του Θερμαστή, ένα τοπίο που σε παρασέρνει στην εξάσκηση της γεωγραφίας του χώρου, παιγνίδι για την αναγνώρισή τους, και στο βάθος νάτη η Πάτμος, και οι Αρκοί, και το Αγαθονήσι, και ο Κέρκης ο αγριωπός από τη Σάμο, και ο Αθέρας στην Ικαρία με τα συννεφοσκουφάκια του, πάντα...

Διαβάζεις κάθε μέρα τα νησιά και τα νησάκια, γιατί θαρρείς και κάθε νύχτα κινούνται, σε παίζουν, χορεύουν και ταξιδεύουν ανάμεσα στο γαλανό και στο γαλανό...

Είχα διαβάσει για τους Φούρνους Κορσεών αλλά δεν φαντάστηκα ότι:



Στο τέλος από τον σχεδόν πάντα ανηφορικό δρόμο προς τα βόρεια, εκεί ο τρίτος οικισμός, η Χρυσομηλιά –Φούρνοι, Θύμαινα, Χρυσομηλιά. Μπορείς να φτάσεις και μετά από μια μικρή οδύσσεια, με το πλοιάριο-ήρωας, η “Παναγιά Θεοτόκος”, η αστική τους συγκοινωνία, πάει και έρχεται σε ένα εναλλασσόμενο δρομολόγιο : Καρλόβασι- Άγιος Κήρυκος - Χρυσομηλιά - Θύμαινα - Φούρνοι, και πάλι τι ίδιο μεσ’ τη μέρα και μετά κοιμάται σαν ζωάκι με την πλώρη στον μόλο και πάλι απ’ την αρχή αύριο νωρίς- νωρίς.



Για να φτάσεις εκεί στα βορινά, διασχίζεις τον κατσικότοπο, εκεί που φυτρώνουν τον Φεβρουάριο οι βολβοί, όπου το ηλεκτρικό πήγε στα 1984, δύο μικρά παντοπωλεία, ούτε γιατρός, ούτε παπάς, μικρό δημοτικό σχολείο και κάτω στη θάλασσα το επίνειον, Καμπί και αυτό.



[φωτό στην ακτή της Χρυσομηλιάς]

Τα σπίτια πατούν στον γιαλό, τα κορίτσια ξεχωρίζουν την τραγάνα από τα δίχτυα, γυναίκες, γυναίκες ψαρούδες παντού, να μαθαίνεις να μην δυσανασχετείς, να μαθαίνεις να χαίρεσαι, φυσεί και λαχταράς να μπορούσες να ξημερώσεις και συ σε κάποιο τέτοιο σπιτάκι έστω για λίγες μέρες από τη ζωή σου, έστω, μήπως και κερδίσεις και συ κάτι από το χαμόγελο των ανθρώπων εκεί, κάτι απ’ το ολίγον που γίνεται το παν.



Είχα διαβάσει για τους Φούρνους, αλλά δεν φαντάστηκα ότι:



[φωτό το "σοκάκι" στους Φούρνους]

Στον κεντρικό οικισμό, των χιλίων και κάτι κατοίκων, ο κεντρικός δρόμος, το “σοκάκι”, όπως το λένε, η λεωφόρος με τις μουριές και τις δημόσιες σχέσεις, ένα πέρα δώθε όλων σε όλα τα μαγαζάκια για τα νέα της νύχτας, του σήμερα, του αύριο. Κόσμος πολύς φέτος, ξένοι και Έλληνες, επισκέπτες τακτικοί τα τελευταία χρόνια, παγκάκια στη ακτή, τραπεζάκια στην άμμο, παππούδες και παιδιά όλοι στον καφενέ και στον περίπατο και η Κοκόνα που έδωσε όλο το νοικοκυριό της και στήθηκε το θαυμαστό μικρό μουσείο.



Η συντροφιά της Θύμαινας, από το πρωί, κάθε πρωί απέναντι. Στο βάθος ο Αθέρας της Ικαρίας, σκουφάτος με σύννεφα σχεδόν πάντα. Ψηλά απ’ τον Αη-Γιώργη με εμφανή παλιά οχύρωση και επιγραφές στα βράχια, η θέα αεροπλανική.



Η εκφορά εκλιπούσης ηλικιωμένης σε ανοιχτό αγροτικό και από πίσω μια πομπή όλες στα μαύρα αλλά προσεγμένες, στην επιστροφή το αγροτικό ξεχείλιζε από την πιτσιρικάδα που τιτίβιζε, η ζωή χαμογελά. Δοκιμάζεις σκινόπιττα, μέλι θυμαρίσιο, τυρί δικό τους, αρωματικά σε αφεψήματα, γλυκά σε μερίδες ταψιού, “σοφικό” κάτι σαν μπριάμι, βολβούς με χταποδάκι βραστό, κρίταμα και ρίγανη και φυσικά ψάρια, ψάρια, ψάρια, από τον μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο σε αιγιακό νησί.

Οι Φούρνοι ονομάστηκαν επισήμως Παγκόσμια Πρωτεύουσα Αρχαίων Ναυαγίων, σχεδόν μισή εκατοντάδα από ναυάγια εντοπίστηκαν στα νερά ανάμεσα στις ακτές και στα βραχονήσια, με φορτία όλων των εποχών και οι έρευνες συνεχίζονται.

Αυτά είχα διαβάσει για τους Φούρνους Κορσεών:



Εκαταίος ο Μιλήσιος, 6ος π.Χ. παραδίδει πρώτος την ονομασία Κορσεαί. Κόμβος στους θαλάσσιους δρόμους από βορρά προς νότο του Αιγίου αλλά και από το αιγαιακό Αρχιπέλαγος προς τη Μικρά Ασία, το σύμπλεγμα αυτό των τριών νησιών -Φούρνοι, Θύμαινα, Άγιος Μηνάς- και των δεκαπέντε νησιδίων, υπήρξε ανά τους αιώνες αραξοβόλι αλλά και ορμητήριο κουρσάρων.



[φωτό στη Βλυχάδα]

Πολύπλοκη ακτή, ψηλά βραχοβούνια, λόφοι, κοιλάδες, αμμουδιές κάθε στροφή και έκπληξη, κάθε βήμα και θαυμασμός. [26 προς το Καμπί] Ασβεστόλιθοι, σχιστόπλακες, κουμαριές, σχίνοι, φραγκόσυκα και πολλές μα πολλές ελιές και σχεδόν 400 αλιευτικά σκάφη με ετήσια παραγωγή να ξεπερνά τους 2.500 τόνους πρώτα και δεύτερα αλιεύματα, δηλαδή από τα πιο εκλεκτά.



[φωτό στη Θύμαινα]

Ο μύθος κεντά την αρχή της ιστορίας και από την μακρινή Αρκαδία ο πρόγονος Αγκαίος που έφτασε στη νήσο Σάμο και ο γιος του Σάμος, δώρισε τούτα τα νησιά στις πολλές του κόρες, Κοράσιαι νήσοι, λοιπόν για να γίνουν ίσως Φούρνοι στα βυζαντινά χρόνια, Fornelli στα ενετικά νησολόγια ή ακόμα και Κούρσοι.



[φωτό παλαιοχριστιανικά κατάλοιπα σε ξωκλήσι]. Οι πρώτοι κάτοικοι Λέλεγες και Πελασγοί, τα πρώτα μάρμαρα έχτισαν τη Μίλητο, επιγραφές στα βράχια, ελληνιστική σαρκοφάγος σήμερα στην πλατεία του οικισμού, βυθισμένη πολιτεία στο Καμάρι, παλαιοχριστιανικά αρχιτεκτονικά μέλη, και μια ατέρμονη μάστιγα για αιώνες: οι πειρατές και το νησί σιωπούσε.



[φωτό στον οικισμό Φούρνοι]

Και φτάσαμε στον 18ο αιώνα και από την Πάτμο, ο πρώτος κάτοικος, μοναχός αλλά και οι άλλοι που έφτασαν λίγο αργότερα, λίγο κυνηγημένοι, Πατινιώτες και Κρητικοί. Αφηγήσεις των γεροντότερων για ηρωισμούς και συμπλοκές, των παππούδων τους με τους Οθωμανούς κυριάρχους αλλά και ιστορίες δεμένες με τη μοίρα της απέναντι Ικαρίας ζωντανεύουν όλο τον 19ο αιώνα, ώσπου με το τέλος του Α' Βαλκανικού Πολέμου και αυτά τα νησιά περιήλθαν στο Ελληνικό Κράτος.



Ένας άλλος "κακό-καλός" άνεμος, αυτός της μετανάστευσης έσπειρε Φουρνιώτες ως το Ohio, σαν ξαναφύσηξε "πατρίδα" ομόρφυναν οι οικισμοί ενώ τα σύγχρονα έργα έφεραν και αυτόν τον άλλο αέρα που αναπνέουν χαμογελαστά όλοι, ντόπιοι και επισκέπτες.



Οι Φούρνοι Κορσεών έχουν αυτό “το κάτι” που έχει και η Ικαρία, έχουν αυτό: ότι υπάρχουν οι άνθρωποι του τόπου, τους νιώθεις, ζουν κοντά σου, σε αγκαλιάζουν. Έχει έναν βόμβο, έχει την Ελλάδα που όλοι νοσταλγούμε, ακόμα και αυτοί που δεν την έζησαν, έχει τους μικρούς καθημερινούς ήρωες... οι Φούρνοι, δεν είναι ρόκα παρμεζάνα, ομπρελοκάθισμα, τουριστικοκίτς και άλλα φανταχτερά. Οι Φούρνοι ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ.....



Τα μικρά νησιά τα γνωρίζεις πιο εύκολα, κυκλοφορείς πιο εύκολα, γυρνάς τριγυρνάς παντού πιο εύκολα και θαρρείς στο τέλος ότι τα γνώρισες, ότι τα κατέχεις. Έτσι κ’ σύ ο περαστικός παραθεριστής, στο σύμπλεγμα Φούρνους Κορσεών, που νιώθεις να τα άγγιξες όλα, νομίζεις ότι κατακτάς το νησί. Νομίζεις...γιατί τελικά... σε κατακτά εκείνο!


Πηγή
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!