tromaktiko: Το Δικαίωμα των εγγύτερων συγγενών στην νόμιμη μοίρα

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Το Δικαίωμα των εγγύτερων συγγενών στην νόμιμη μοίρα



Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης, Δικηγόρος Αθηνών
Τα τέκνα, οι γονείς και ο-η σύζυγος δεν μπορούν να αποκλεισθούν από τα κληρονομικά τους δικαιώματα εκ του αποκλεισμού τους στη διαθήκη...
(δικαιούχοι «νόμιμης μοίρας»), εκτός από πολύ ειδικές περιπτώσεις (για παράδειγμα, εάν έχουν απειλήσει τη ζωή του εκλιπόντος).

Η εν ευρεία εννοία αποκλήρωση είναι ο - με διαθήκη του κληρονομουμένου - ρητός ή σιωπηρός αποκλεισμός από την κληρονομία των εξ αδιαθέτου κληρονόμων του ή ο περιορισμός των αναγκαίων κληρονόμων στη νόμιμη μοίρα τους. Δεν αποστερεί τον αποκληρωθέντα, αν είναι και μεριδούχος, της νόμιμης μοίρας.

Η εν στενή εννοία αποκλήρωση είναι η με διαθήκη αποστέρηση της νόμιμης μοίρας των αναγκαίων κληρονόμων. Επιτρέπεται αποκλειστικά και μόνο για διάφορους λόγους που απαριθμεί ο νόμος (άρθ. 1839-1845 Α.Κ. ) και που πρέπει να υπάρχουν κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης και να αναφέρονται σ αυτήν. Αφορούν κυρίως ενέργειες και συμπεριφορές του κληρονόμου σε βάρος του διαθέτη, όπως π.χ. επιβουλή της ζωής του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του, ένοχος σοβαρού κακουργήματος ή εκ προθέσεως πλημμελήματος κατά του διαθέτη ή του συζύγου του, κακόβουλη αθέτηση της νόμιμης υποχρεώσης διατροφής του διαθέτη κ.λ.π.

Η αποκλήρωση κληρονόμου σχετίζεται με παράπτωμα του κληρονόμου, η εν στενή εννοία αναφέρεται στη νόμιμη μοίρα, εξαρτάται από τη θέληση του κληρονομούμενου, και η κληρονομιά δεν περιέρχεται λόγω της αποκλήρωσης δεν περιέρχεται ποτέ στο κληρονόμο δηλ. έχουμε έκπτωση του κληρονόμου, προ της επαγωγής (περιέλευσης σ αυτόν).

Η αναξιότητα κληρονόμου αυτή σχετίζεται με παράπτωμα του κληρονόμου, αναφέρεται όμως σε ολόκληρο το κληρονομικό δικαίωμα, κηρύσσεται με δικαστική απόφαση, με συνέπεια την αφαίρεση της κληρονομίας από τον οριστικό κληρονόμο, η κληρονομιά όμως περιέρχεται στο κληρονόμο αλλά έχουμε στη περίπτωση αυτή αναδρομική ανατροπή της περιέλευσης αυτής.

Σύμφωνα με το άρθρο 1825 εδάφιο β του Αστικού Κώδικα, η νόμιμη μοίρα ισούται το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας.

Το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας γεννιέται στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

α) Όταν υπάρχει διαθήκη: στην περίπτωση που οι δικαιούχοι θα κληρονομούσαν το διαθέτη, αν είχε πεθάνει χωρίς διαθήκη, και δεν κληρονομούν με τη διαθήκη (ή κληρονομούν λιγότερο ποσοστό από τη νόμιμη μοίρα) και

β) Εξ αδιαθέτου: όταν η κληρονομιά που υπάρχει δεν επαρκεί για να καλυφθεί η νόμιμη μοίρα των κληρονόμων, λόγω παροχών που έκανε ο κληρονομούμενος όσο ζούσε ή λόγω περιορισμών που έχουν τεθεί με διαθήκη.

Ως προς τις νομικές συνέπειες της μη κατάληψης της νόμιμης μοίρας με διαθήκη θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή επιφέρει αυτοδίκαιη ακυρότητα της διαθήκης κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας.

Συνεπώς η νόμιμη μοίρα αποτελεί την ελάχιστη μερίδα της κληρονομητέας περιουσίας, που δικαιούνται να απαιτήσουν τα τέκνα (ή τα εγγόνια, εφόσον τα τέκνα έχουν αποβιώσει), ο-η σύζυγος ή οι γονείς του κληρονομούμενου, ως αναγκαίοι κληρονόμοι, ακόμη και παρά τη θέληση του θανόντος.

Αυτό πρακτικά, σημαίνει ότι, η μισή περιουσία του εκλιπόντος, περιέρχεται υποχρεωτικά στους προαναφερόμενους και ακόμα και με διαθήκη ο κληρονομούμενος δεν μπορεί να τους αποκλείσει από το ελάχιστο μερίδιο που δικαιούνται σύμφωνα με τον νόμο. Έτσι, σύμφωνα με το κληρονομικό δίκαιο, ο κληρονομούμενος είναι υποχρεωμένος να διαθέσει ένα τμήμα της κληρονομίας του στους κοντινότερους συγγενείς του, με σειρά εγγύτητας, όπως ορίζεται στον νόμο.

Στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος αποκληρώσει με τη διαθήκη του κάποιον από τους αναγκαίους κληρονόμους της νόμιμης μοίρας , ή του αφήσει ποσοστό στην κληρονομία μικρότερο από αυτό που ορίζεται με την νόμιμη μοίρα, τότε ο αναγκαίος κληρονόμος που έχει δικαίωμα στην νόμιμη μοίρα, έχει την δυνατότητα να την διεκδικήσει με αγωγή, είτε εξολοκλήρου (εφόσον δεν του έχει αποδοθεί κανένα ποσοστό), είτε κατά το ποσοστό που υπολείπεται για την συμπλήρωσή της. Έτσι, ο αναγκαίος κληρονόμος μπορεί να απαιτήσει από εκείνον που έχει αντικείμενα της κληρονομιάς, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση του ποσοστού της κληρονομιάς που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα του.

Ο νόμιμος μεριδούχος, αναφορικά με το δικαίωμα νόμιμης μοίρας του, παραδεκτώς και νομικώς βασίμως ασκεί την περι κλήρου αγωγή κατά του εκ διαθήκης κληρονόμου που κατακρατεί τα κληρονομιαία. Τη μερική ακυρότητα της διαθήκης εξαιτίας του δικαιώματος νόμιμης μοίρας νομιμοποιείται να επικαλεστεί όχι μόνο ο κληρονόμος, αλλά και οποιοσδήποτε καθολικός ή ειδικός διάδοχος εκείνου, αφού δεν πρόκειται για προσωποπαγές δικαίωμα του κληρονόμου, αλλά για κληρονομητό δικαίωμα.

Ο νόμος ορίζει ότι η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, δηλαδή αποτελεί ποσοστό της κληρονομικής μερίδας την οποία θα αποκτούσε ο μεριδούχος αν ήταν εξ αδιαθέτου κληρονόμος, οπότε προσδιορίζουμε πρώτα την εξ αδιαθέτου μερίδα. Για να προσδιοριστεί όμως η εξ αδιαθέτου μερίδα συναριθμούνται όσοι από τους κληρονόμους αποκληρώθηκαν ή αποποιήθηκαν την κληρονομιά ή κηρύχτηκαν ανάξιοι.

Ο κληρονομούμενος με τη διαθήκη του έχει τη δυνατότητα να ορίσει τον μεριδούχο ως κληρονόμο σε ποσοστό τέτοιο της κληρονομιάς ώστε να καλύπτεται η νόμιμη μοίρα του ή μπορεί με κληροδοσία να αφήσει κάτι στο μεριδούχο. Όταν το ποσοστό που καταλείπεται στο μεριδούχο είναι μικρότερο της νόμιμης μοίρας του, ή το αντικείμενο που του αφήνεται με κληροδοσία, τότε ο μεριδούχος έχει δικαίωμα για το υπόλοιπο. Άλλωστε ο νόμος ορίζει ότι κάθε περιορισμός του μεριδούχου ως προς το μέρος που βαρύνει τη νόμιμη μοίρα είναι σαν μην είχε γραφεί, η σχετική διάταξη δηλαδή είναι άκυρη.
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!